καπηλειατικόν

καπηλειατικόν
καπηλειατικόν, τὸ (Μ) [καπηλείον]
φόρος που επιβαλλόταν στον ιδιοκτήτη καπηλειού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”